- προευφραίνω
- προευ-φραίνω,A delight before, Ph.1.96, Ael.NA10.19, Lib.Or.11.248.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προευφραίνω — Α [εὐφραίνω] προκαλώ ευφροσύνη, δημιουργώ ευχάριστη διάθεση εκ τών προτέρων σε κάποιον … Dictionary of Greek